κατοικητήριον

κατοικητήριον
κατοικ-ητήριον, τό,
A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατοικητήριον — dwellingplace neut nom/voc/acc sg κατοικητήριος masc acc sg κατοικητήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίου — κατοικητήριον dwellingplace neut gen sg κατοικητήριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίῳ — κατοικητήριον dwellingplace neut dat sg κατοικητήριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήρια — κατοικητήριον dwellingplace neut nom/voc/acc pl κατοικητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c գ. οἱκητήριον, κατοικητήριον habitaculum, domicilium Բնակետղ. տուն եւ տեղի բնակելոյ. որ եւ ԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ ասի. օթեւան. օթարան. ընդունարան. եւ Տաճար. տուն տեղ. ... *Բնակարան՝ փոխանակ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԱՅՐԻ 2 — ( ) NBH 2 0202 Chronological Sequence: Early classical, 6c ՄԱՅՐԻ. μάνδρα, κατοικητήριον, κατάδυσις spelunca, latibulum, recussus. որպէս Մորի. որջ, դադարք եւ բնակութիւն գազանաց յանտառս. *Եթէ տայցէ կարիւն առիւթու զձայն իւր ʼի մայրւոյ իւրմէ: Ո՞ւր են …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”